βιασμός


βιασμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

përdhunim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βιασμός οι βιασμοί
γενική του βιασμού των βιασμών
αιτιατική το βιασμό τους βιασμούς
κλητική βιασμέ βιασμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *