(επίθετο – mbiemër)
biologjik
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βιολογικός | βιολογική | βιολογικό |
γενική | βιολογικού | βιολογικής | βιολογικού |
αιτιατική | βιολογικό | βιολογική | βιολογικό |
κλητική | βιολογικέ | βιολογική | βιολογικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βιολογικοί | βιολογικές | βιολογικά |
γενική | βιολογικών | βιολογικών | βιολογικών |
αιτιατική | βιολογικούς | βιολογικές | βιολογικά |
κλητική | βιολογικοί | βιολογικές | βιολογικά |
[cite]