βολικός


βολικός

(επίθετο – mbiemër)

i përshtatshëm
i volitshëm

ενικός
ονομαστική βολικός βολική βολικό
γενική βολικού βολικής βολικού
αιτιατική βολικό βολική βολικό
κλητική βολικέ βολική βολικό
πληθυντικός
ονομαστική βολικοί βολικές βολικά
γενική βολικών βολικών βολικών
αιτιατική βολικούς βολικές βολικά
κλητική βολικοί βολικές βολικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *