βούτυρο


βούτυρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

gjalpë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βούτυρο τα βούτυρα
γενική του βουτύρου / βούτυρου των βουτύρων / βούτυρων
αιτιατική το βούτυρο τα βούτυρα
κλητική βούτυρο βούτυρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *