βραβείο


βραβείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

çmim
vlerësim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βραβείο τα βραβεία
γενική του βραβείου των βραβείων
αιτιατική το βραβείο τα βραβεία
κλητική βραβείο βραβεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *