βρυκόλακας Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βρυκόλακας https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βρυκόλακας.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) vampir ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βρικόλακας οι βρικόλακες γενική του βρικόλακα των βρικολάκων αιτιατική το βρικόλακα τους βρικόλακες κλητική βρικόλακα βρικόλακες [cite]