βόλτα


βόλτα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

udhëtim
xhiro

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βόλτα οι βόλτες
γενική της βόλτας των βολτών
αιτιατική τη βόλτα τις βόλτες
κλητική βόλτα βόλτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *