βότανα


βότανα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

bimë mjekësore

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βότανο τα βότανα
γενική του βοτάνου / βότανου των βοτάνων / βότανων
αιτιατική το βότανο τα βότανα
κλητική βότανο βότανα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *