βότκα


βότκα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vodkë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βότκα οι βότκες
γενική της βότκας
αιτιατική τη βότκα τις βότκες
κλητική βότκα βότκες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *