γαλοπούλα


γαλοπούλα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

gjeldeti

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η γαλοπούλα οι γαλοπούλες
γενική της γαλοπούλας
αιτιατική τη γαλοπούλα τις γαλοπούλες
κλητική γαλοπούλα γαλοπούλες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *