γείτονας


γείτονας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

fqinj
gjiton
komshi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο γείτονας οι γείτονες
γενική του γείτονα των γειτόνων
αιτιατική το γείτονα τους γείτονες
κλητική γείτονα γείτονες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *