περιστέρι


περιστέρι

pëllumb

(ουδέτερο – gjin. asnj.)

ΕΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ
Ονομαστική το περιστέρι τα περιστέρια
Γενική του περιστεριού των περιστεριών
Αιτιατική το περιστέρι τα περιστέρια
Κλιτική περιστέρι περιστέρια

ταχυδρομικό περιστέρι – pëllumb postier

Ετυμολογία: < αρχαία ελληνικά περιστερά < σημιτική perah Istar (=πουλί της Αφροδίτης)

Etimologjia: < greqishtja e lashtë περιστερά <  gjuhët semitike perah Istar (=zogu i Afërditës)

[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *