φάρος


φάρος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

far

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φάρος οι φάροι
γενική του φάρου των φάρων
αιτιατική το φάρο τους φάρους
κλητική φάρε φάροι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *