φίλαθλη


φίλαθλη

(επίθετο – mbiemër)

sportdashëse

sportiv

tifoze

 

ενικός
ονομαστική φίλαθλος φίλαθλη φίλαθλο
γενική φίλαθλου φίλαθλης φίλαθλου
αιτιατική φίλαθλο φίλαθλη φίλαθλο
κλητική φίλαθλε φίλαθλη φίλαθλο
πληθυντικός
ονομαστική φίλαθλοι φίλαθλες φίλαθλα
γενική φίλαθλων φίλαθλων φίλαθλων
αιτιατική φίλαθλους φίλαθλες φίλαθλα
κλητική φίλαθλοι φίλαθλες φίλαθλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *