φανελάκι


φανελάκι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

këmishë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φανελάκι τα φανελάκια
γενική
αιτιατική το φανελάκι τα φανελάκια
κλητική φανελάκι φανελάκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *