φαρδύς


φαρδύς


(επίθετο – mbiemër)

i gjerë

 

ενικός
ονομαστική φαρδύς φαρδιά φαρδύ
γενική φαρδιού / φαρδύ φαρδιάς φαρδιού /φαρδύ
αιτιατική φαρδύ φαρδιά φαρδύ
κλητική φαρδύ φαρδιά φαρδύ
πληθυντικός
ονομαστική φαρδιοί φαρδιές φαρδιά
γενική φαρδιών φαρδιών φαρδιών
αιτιατική φαρδιούς φαρδιές φαρδιά
κλητική φαρδιοί φαρδιές φαρδιά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *