φιλία


φιλία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

miqësi

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιλία οι φιλίες
γενική της φιλίας των φιλιών
αιτιατική τη φιλία τις φιλίες
κλητική φιλία φιλίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *