φιόγκος


φιόγκος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

fjongo

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φιόγκος οι φιόγκοι
γενική του φιόγκου των φιόγκων
αιτιατική το φιόγκο τους φιόγκους
κλητική φιόγκε φιόγκοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *