φορτιστής


φορτιστής

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

karikues
mbushës

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φορτιστής οι φορτιστές
γενική του φορτιστή των φορτιστών
αιτιατική το φορτιστή τους φορτιστές
κλητική φορτιστή φορτιστές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *