φουσκάλα


φουσκάλα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

flluskë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φουσκάλα οι φουσκάλες
γενική της φουσκάλας των φουσκαλών
αιτιατική τη φουσκάλα τις φουσκάλες
κλητική φουσκάλα φουσκάλες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *