φυματίωση


φυματίωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

tuberkuloz

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φυματίωση
γενική της φυματίωσης / φυματιώσεως
αιτιατική τη φυματίωση
κλητική φυματίωση
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *