φυσίγγιο


φυσίγγιο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

gëzhoje
fishek

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φυσίγγιο τα φυσίγγια
γενική του φυσιγγίου των φυσιγγίων
αιτιατική το φυσίγγιο τα φυσίγγια
κλητική φυσίγγιο φυσίγγια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *