φωλιά


φωλιά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fole

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φωλιά οι φωλιές
γενική της φωλιάς των φωλιών
αιτιατική τη φωλιά τις φωλιές
κλητική φωλιά φωλιές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *