φόρος


φόρος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

taksë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φόρος οι φόροι
γενική του φόρου των φόρων
αιτιατική το φόρο τους φόρους
κλητική φόρε φόροι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *