φύκι


φύκι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

algë deti

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φύκι τα φύκια
γενική του φυκιού των φυκιών
αιτιατική το φύκι τα φύκια
κλητική φύκι φύκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *