χαζός


χαζός

(επίθετο – mbiemër)
torollak
budalla

ενικός
ονομαστική χαζός χαζή χαζό
γενική χαζού χαζής χαζού
αιτιατική χαζό χαζή χαζό
κλητική χαζέ χαζή χαζό
πληθυντικός
ονομαστική χαζοί χαζές χαζά
γενική χαζών χαζών χαζών
αιτιατική χαζούς χαζές χαζά
κλητική χαζοί χαζές χαζά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *