χαλαρωτικός


χαλαρωτικός


(επίθετο – mbiemër)

zbutës
relaksues
pushues

ενικός
ονομαστική χαλαρωτικός χαλαρωτική χαλαρωτικό
γενική χαλαρωτικού χαλαρωτικής χαλαρωτικού
αιτιατική χαλαρωτικό χαλαρωτική χαλαρωτικό
κλητική χαλαρωτικέ χαλαρωτική χαλαρωτικό
πληθυντικός
ονομαστική χαλαρωτικοί χαλαρωτικές χαλαρωτικό
γενική χαλαρωτικών χαλαρωτικών χαλαρωτικών
αιτιατική χαλαρωτικούς χαλαρωτικές χαλαρωτικά
κλητική χαλαρωτικοί χαλαρωτικές χαλαρωτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *