χιονάνθρωπος


χιονάνθρωπος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

njeri dëbore

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χιονάνθρωπος οι χιονάνθρωποι
γενική του χιονανθρώπου & χιονάνθρωπου των χιονανθρώπων & χιονάνθρωπων
αιτιατική το(ν) χιονάνθρωπο τους χιονανθρώπους & χιονάνθρωπους
κλητική χιονάνθρωπε χιονάνθρωποι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *