χωριό


χωριό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fshat

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χωριό τα χωριά
γενική του χωριού των χωριών
αιτιατική το χωριό τα χωριά
κλητική χωριό χωριά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *