ψηλότερος


ψηλότερος


(επίθετο – mbiemër)
më i lartë

më i gjatë

ενικός
ονομαστική ψηλότερος ψηλότερη ψηλότερο
γενική ψηλότερου ψηλότερης ψηλότερου
αιτιατική ψηλότερο ψηλότερη ψηλότερο
κλητική ψηλότερε ψηλότερη ψηλότερο
πληθυντικός
ονομαστική ψηλότεροι ψηλότερες ψηλότερα
γενική ψηλότερων ψηλότερων ψηλότερων
αιτιατική ψηλότερους ψηλότερες ψηλότερα
κλητική ψηλότεροι ψηλότερες ψηλότερα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *