ωμός

ωμός
ωμός

i gjallë
i pagatuar

i ashpër π.χ (ωμός άνθρωπος – njeri i ashpër)

(επίθετο – mbiem.)

ενικός
Ονομαστική ωμός ωμή ωμό
Γενική ωμού ωμής ωμού
Αιτιατική ωμό ωμή ωμό
Κλητική ωμέ ωμή ωμό
πληθυντικός
Ονομαστική ωμοί ωμές ωμά
Γενική ωμών ωμών ωμών
Αιτιατική ωμούς ωμές ωμά
Κλητική ωμοί ωμές ωμά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *