ωριαίος


ωριαίος

çdo orë
njëorësh
i përorshëm

(επίθετο – mbiem.)

ενικός
Ονομαστική ωριαίος ωριαία ωριαίο
Γενική ωριαίου ωριαίας ωριαίου
Αιτιατική ωριαίο ωριαία ωριαίο
Κλητική ωριαίε ωριαία ωριαίο
πληθυντικός
Ονομαστική ωριαίοι ωριαίες ωριαία
Γενική ωριαίων ωριαίων ωριαίων
Αιτιατική ωριαίους ωριαίες ωριαία
Κλητική ωριαίοι ωριαίες ωριαία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *