άλογο Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply άλογο https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/άλογο.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) kalë ενικός πληθυντικός ονομαστική το άλογο τα άλογα γενική του αλόγου των αλόγων αιτιατική το άλογο τα άλογα κλητική άλογο άλογα [cite]