ακροατήριο


ακροατήριο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

audiencë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ακροατήριο τα ακροατήρια
γενική του ακροατηρίου των ακροατηρίων
αιτιατική το ακροατήριο τα ακροατήρια
κλητική ακροατήριο ακροατήρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *