ακτινοβολία


ακτινοβολία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rrezatim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακτινοβολία οι ακτινοβολίες
γενική της ακτινοβολίας των ακτινοβολιών
αιτιατική την ακτινοβολία τις ακτινοβολίες
κλητική ακτινοβολία ακτινοβολίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *