αλήθεια Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλήθεια https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλήθεια.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) e vërteta ενικός πληθυντικός ονομαστική η αλήθεια οι αλήθειες γενική της αλήθειας των αληθειών αιτιατική την αλήθεια τις αλήθειες κλητική αλήθεια αλήθειες [cite]