αλοιφή


αλοιφή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

krem

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλοιφή οι αλοιφές
γενική της αλοιφής των αλοιφών
αιτιατική την αλοιφή τις αλοιφές
κλητική αλοιφή αλοιφές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *