αμιγής


αμιγής

(επίθετο – mbiemër)

i pastër
puro

ενικός
ονομαστική αμιγής αμιγής αμιγές
γενική αμιγούς αμιγούς αμιγούς
αιτιατική αμιγή αμιγή αμιγές
κλητική αμιγή(ς) αμιγής αμιγές
πληθυντικός
ονομαστική αμιγείς αμιγείς αμιγή
γενική αμιγών αμιγών αμιγών
αιτιατική αμιγείς αμιγείς αμιγή
κλητική αμιγείς αμιγείς αμιγή
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *