ανάφλεξη


ανάφλεξη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

ndezje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάφλεξη οι αναφλέξεις
γενική της αναφλέξεως / ανάφλεξης των αναφλέξεων
αιτιατική την ανάφλεξη τις αναφλέξεις
κλητική ανάφλεξη αναφλέξεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *