αναγόρευση


αναγόρευση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

emërim
nominim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναγόρευση οι αναγορεύσεις
γενική της αναγόρευσης / αναγορεύσεως των αναγορεύσεων
αιτιατική την αναγόρευση τις αναγορεύσεις
κλητική αναγόρευση αναγορεύσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *