αναλογία


αναλογία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

raport

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναλογία οι αναλογίες
γενική της αναλογίας των αναλογιών
αιτιατική την αναλογία τις αναλογίες
κλητική αναλογία αναλογίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *