αναστολή


αναστολή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pezullim
ndërprerje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναστολή οι αναστολές
γενική της αναστολής των αναστολών
αιτιατική την αναστολή τις αναστολές
κλητική αναστολή αναστολές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *