ανορεξία


ανορεξία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

anoreksi
mungesa e oreksit

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανορεξία οι ανορεξίες
γενική της ανορεξίας των ανορεξιών
αιτιατική την ανορεξία τις ανορεξίες
κλητική ανορεξία ανορεξίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *