(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
pjesë këmbimi
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το ανταλλακτικό | τα ανταλλακτικά |
γενική | του ανταλλακτικού | των ανταλλακτικών |
αιτιατική | το ανταλλακτικό | τα ανταλλακτικά |
κλητική | ανταλλακτικό | ανταλλακτικά |
[cite]