ανταπόκριση


ανταπόκριση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

korrespondencë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανταπόκριση οι ανταποκρίσεις
γενική της ανταπόκρισης / ανταποκρίσεως των ανταποκρίσεων
αιτιατική την ανταπόκριση τις ανταποκρίσεις
κλητική ανταπόκριση ανταποκρίσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *