αξιόπιστος


αξιόπιστος

(επίθετο – mbiemër)

i besueshëm

ενικός
ονομαστική αξιόπιστος αξιόπιστη αξιόπιστο
γενική αξιόπιστου αξιόπιστης αξιόπιστου
αιτιατική αξιόπιστο αξιόπιστη αξιόπιστο
κλητική αξιόπιστε αξιόπιστη αξιόπιστο
πληθυντικός
ονομαστική αξιόπιστοι αξιόπιστες αξιόπιστα
γενική αξιόπιστων αξιόπιστων αξιόπιστων
αιτιατική αξιόπιστους αξιόπιστες αξιόπιστα
κλητική αξιόπιστοι αξιόπιστες αξιόπιστα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *