αποβολή


αποβολή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

hedhje
eliminim
abort

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αποβολή οι αποβολές
γενική της αποβολής των αποβολών
αιτιατική την αποβολή τις αποβολές
κλητική αποβολή αποβολές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *