αποδεκτός


αποδεκτός

(επίθετο – mbiemër)

i pranueshëm

ενικός
ονομαστική αποδεκτός αποδεκτή αποδεκτό
γενική αποδεκτού αποδεκτής αποδεκτού
αιτιατική αποδεκτό αποδεκτή αποδεκτό
κλητική αποδεκτέ αποδεκτή αποδεκτό
πληθυντικός
ονομαστική αποδεκτοί αποδεκτές αποδεκτά
γενική αποδεκτών αποδεκτών αποδεκτών
αιτιατική αποδεκτούς αποδεκτές αποδεκτά
κλητική αποδεκτοί αποδεκτές αποδεκτά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *