αποθήκη


αποθήκη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

depo
magazinë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αποθήκη οι αποθήκες
γενική της αποθήκης των αποθηκών
αιτιατική την αποθήκη τις αποθήκες
κλητική αποθήκη αποθήκες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *