αρακάς


αρακάς

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

bizele

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αρακάς οι αρακάδες
γενική του αρακά των αρακάδων
αιτιατική τον αρακά τους αρακάδες
κλητική αρακά αρακάδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *